Το τελευταίο διάστημα σκέφτομαι έντονα, ή μάλλον, έχω μια εσωτερική «έπειξη για μοίρασμα», μιας προσωπικής μου ιστορίας. Όντας αρκετά εσωστρεφής κατά πρώτον και έχοντας συνηθίσει να προβάλω προς τα έξω το ρόλο μου της Σούπερ Κατερίνας και ουχί φυσιολογικού ανθρώπου με σάρκα και οστά κατά δεύτερον, αντιμετώπιζα σθεναρά αντίσταση. Την οποία δεν ήμουν και πολύ διατιθέμενη να αγνοήσω. Μέχρι που πήρα εχθές ένα ισχυρότατο μήνυμα.
Για να σας βάλω στο νόημα, έκανα προχθές μια ανάρτηση όπου ανέφερα ότι, ακόμα και όταν πονάμε, ειδικά σε χρόνιο πόνο, χρειάζεται να διατηρήσουμε όσο περισσότερη κίνηση είναι δυνατόν και, σταδιακά, να μπορέσουμε να επανακτήσουμε την προτέρα «φυσιολογική» κινητικότητα στην περιοχή. Και όπως συμβαίνει στα Μέσα Ανθρώπινης Δικτύωσης, είχα διάφορα σχόλια.
Μια κυρία λοιπόν μου έγραψε: «Μα πώς να συνεχίσεις να κινείσαι αφού πονάς;»
Της απάντησα ό,τι μπορούσα στα πλαίσια ενός σχολίου-σιδηρόδρομου και την παρέπεμψα με προσωπικό μήνυμα σε συνδέσμους όπου θα μπορούσε να διαβάσει περισσότερα για να κατανοήσει και να διαχειριστεί ίσως καλύτερα το χρόνιο πόνο της.
Πολύ ευγενικά με ευχαρίστησε και στο τέλος κατέθεσε την πρόταση-βόμβα που είναι και ο λόγος που τώρα διαβάζετε το παρόν:
«Ναι, είναι εύκολο για σας να τα λετε αυτά. Δεν ξέρετε πώς είναι να πονάς κάθε μέρα, να μην μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό, να μην μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου»…
Κι όμως, καλή μου, ξέρω. Ξέρω όχι από βιβλία, από έρευνες, από άρθρα ή από την επαφή με τους πελάτες μου στο ιατρείο 20 χρόνια τώρα.
Ξέρω. Εκ πείρας. Βιωματικά. Τον έχω γνωρίσει κι εγώ τον κύριο Πόνο. Πολύ καλά. Έχουμε συνάψει σοβαρή σχέση. Σχέση Ζωής.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Για χρόνια με φλέρταρε. Αρχικά διακριτικά. Σαν ιδανικός εραστής. Ερχόταν, έκανε την εμφάνιση του, μου τραβούσε την προσοχή και μετά, ήσυχα, αποσύρετο. Εκείνη την εποχή τον αντιμετώπιζα επιφανειακά, ως αναγκαίο κακό, αποδίδοντας τον σε μηχανική επιβάρυνση του θεϊκού κορμιού λόγω επαγγέλματος (όσοι έχετε έρθει στο ιατρείο καταλαβαίνετε τι εννοώ. Για τους υπόλοιπους, επιγραμματικά αναφέρω ότι τα περισσότερα σώματα με τα οποία δουλεύω έχουν κατ’ελάχιστον 50-100% μεγαλύτερη μάζα από το δικό μου, οπότε πολλές φορές, για να κάνω τις απαραίτητες ανατάξεις, λειτουργώ σαν διασταύρωση Νίντζα με ακροβάτη του Circo Medrano).
Εκείνη την εποχή, επίσης, ήμουν δουλειά, δουλειά, δουλειά, ψιλοάγχος, βιβλία, λίγο γυμναστική, δουλειά, δουλειά. Και τη ρομαντική περίοδο του αρχικού φλερτ, φαινόταν να καταλαβαίνει ότι δεν είχα, ιδιαίτερα, χώρο στη ζωή μου για αυτόν. Λίγο μια επίσκεψη στο χειροπράκτη μου, λίγο μια θεραπεία στο ιατρείο, αυτός εξαφανιζόταν ενώ εγώ έμπαινα πάλι στο mode “και ξανά προς τη δόξα τραβά».
Όσο περνούσε ο καιρός και συσσωρεύονταν κι άλλοι παράγοντες (ας μην ξεχνάμε ότι ο πόνος δεν είναι ποτέ μονοπαραγοντικής αιτιολογίας), έκανε την εμφάνιση του πιο συχνά και πιο εντυπωσιακά. Πάλι δεν πολύ έδινα σημασία και συνέχιζα όπως λέει και ο Daddy μου το «χαβά» μου. Δουλειά, δουλειά, δουλειά, άγχος, λίγη γυμναστική, δουλειά, δουλειά, δουλειά, άγχος.
Μέχρι που ξεχείλησε το ποτήριον πριν 3 χρόνια (με μια μετακόμιση, έξτρα άγχος, μια αλλεργία του «παιδιού» ενώ περπατούσαμε σε μονοπάτια μη προσβάσιμα από αυτοκίνητο και η κατ´ ανάγκη μεταφορά του στα χέρια, 52 κιλά γαϊδούρι, δια άμεσον προσκόμισίν του στον κτηνίατρο, συν την παντελή αποχή μου από οποιοδήποτε είδος γυμναστικής επί 4μηνου – 3 μήνες «μάζευα» το παλιό σπίτι και 1 μήνα, η καλή νοικοκυρά, «έστρωνα» το καινούριο όσες ώρες δεν δούλευα). Και ο Κύριος Πόνος εμφανίσθηκε για τα καλά. Πιο επιθετικά. Και πιο μόνιμα.
Ήρθε και δεν ξανάφυγε. Μου κατσικώθηκε. Κανονικά. Σώγαμπρος. Στο καινούριο μας σπίτι. Πριν προλάβω να το χαρώ. Έντονος. 7-8 με μέγιστο το 10. Πονούσα όλη μέρα. Όρθια, ξαπλωμένη, καθιστή, όταν έσκυβα, όταν σηκωνόμουνα, όταν οδηγούσα, στη βάδιση, στην ορθοστασία, στον ύπνο, το χειρότερο, δε από όλα, με απότομες μικροκινήσεις και κραδασμούς όλη μέρα, κάθε μέρα στη δουλειά.
Και για να μη βαριέμαι, ούτε επίσης να μπορώ εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος να κάνει μια διάγνωση της προκοπής, με συμπτώματα εναλλασσόμενα σε ποιότητα ανάλογα με την κατανομή τους. Πόνο στη μέση, κάψιμο-ρεύμα αμφοτερόπλευρα ταυτόχρονα και στα δυο πόδια από γλουτό μέχρι γόνατο, μούδιασμα σε όλο το δεξί πόδι από μηρό μέχρι πέλμα και φαρμακογενής υπαισθησία – μαζί με πτώση αριστερού ποδός μετά την πρώτη (διαγνωστική) επέμβαση, το τελευταίο ευτυχώς μόνο για 2 φρικτούς μήνες, όπου πιο πολύ από όλα με πείραζε η πιθανότητα να μην μπορέσω να ξαναβάλω ποτέ τα υπέροχα δεκάποντα μου παρά η πιθανότητα να μην ξανααισθανθώ τα δαχτυλάκια μου.
Όλα τα υπόλοιπα όμως εκεί. Για 12 μήνες. Αμετακίνητα. 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, 365 μέρες εκείνο το χρόνο. Τρελλό έρωτα μαζί μου, ο κύριος Πόνος. Η ένταση δε όλων αυτών σταθερή. Non stop. ´Η, για να είμαι δίκαιη, με πολλά πολλά χάπια, καθημερινά – όσα δεν είχα πάρει τα προηγούμενα 47 χρόνια της ζωής μου, με μια έγχυση κορτικοστεροειδών μέσα στη σπονδυλική στήλη και άλλες 2 φορές εγχύσεις στις αρθρώσεις πίσω στη σπονδυλική στήλη, ήμουν από 2 μέρες έως και 3 βδομάδες αντίστοιχα καλύτερα. Τύπου 4-5 με μέγιστο το 10.
Ακόμα και σε αυτά τα φωτεινά διαλείμματα εννοείται ότι δεν έσκυβα, δε σήκωνα, δεν άντεχα ορθοστασία ούτε 3 λεπτά, δεν πολυτρανταζόμουνα, δεν πήγαινα για ψώνια, έβγαινα μόνο εφόσον υπήρχε κάθισμα, σκαμπό ή πολυθρόνα κρατημένη να με περιμένει, δεν περπατούσα, δεν έτρεχα, δεν μπορούσα να κάνω άλλη γυμναστική εκτός από καθιστό ποδήλατο, η ταχύτητα μου στο να μπω-να βγω στο αυτοκίνητο ήταν χειρότερη από της κυρίας Νίτσας (92 ετών λατρεμένη γειτόνισσα), έκανα συλλογή από «μαξιλαράκια για τη μέση», δεν μπορούσα να κοιμηθώ σερί πάνω από 2 ώρες max, δε γελούσα, δεν έβηχα, δεν φτερνιζόμουνα. Δούλευα βέβαια «κανονικά» το πολύ σε 3 μέρες μετά από κάθε έγχυση (στον άξονα Νίντζα-Circo Medrano, αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει), αλλά τις ελάχιστες καλές μέρες μετά τις κορτιζόνες το άντεχα καλύτερα. Και μετά ο κύριος Πόνος ξαναερχότανε. Δριμύτερος.
Και μαζί με αυτόν και η απώλεια του εαυτού μου. Γιατί αυτό κάνουν οι Μοιραίες Σχέσεις.
Όταν σταματάς – γιατί έχει αντίρρηση η Σχέση σου – να κάνεις πράγματα που σε ευχαριστούν, που σε γεμίζουν, που τα έχεις ανάγκη, που σε όριζουν, που έχεις ταυτιστεί μαζί τους, που τα έχεις προγραμματίσει, που τα έχεις υποσχεθεί, που τα έχεις ονειρευτεί, που τα θεωρείς κομμάτι του εαυτού σου, που τα ζητάει ο οργανισμός σου, που τα θεωρείς δεδομένα, που θα ήθελες να μοιραστείς με το έτερον, που σου τα ζητάει το παιδί σου, που το απαιτεί το επάγγελμα, που έτσι σου γουστάρει βρε παιδί μου, παύεις πια να είσαι Εσύ. Χάνεις την Ελευθερία σου. Χάνεις την Αξιοπρέπεια σου. Χάνεις τη Δύναμή σου. Περιορίζεσαι. Συρρικνώνεσαι. Είναι σαν να μην έχεις πια Ελεύθερη Βούληση. Δεν Υπάρχεις.
Και όσο αντιστεκόμουν σε αυτόν, όσο δεν το χωρούσε ο νους μου ότι τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να με απαλλάξει από αυτόν τον επίμονο Μνηστήρα, τόσο πιο πολύ με ενοχλούσε. Και τόσο επεκτεινόταν. Όχι μόνο σωματικά. Σε όλα τα άλλα επίπεδα της ύπαρξης μου.
Είχα καταληφθεί εγώ κι όλη μου η ζωή από αυτόν. Αισθανόμουν, σκεφτόμουν, ανέπνεα, μιλούσα, έβλεπα, ένιωθα, ήμουν Πόνος. Και μαζί με μένα υπέφεραν όλοι γύρω μου.
Κάποιοι το γνώριζαν. Ο καλός μου. Οι γονείς μου. Η κολλητή μου. Δυο-τρεις φίλοι. Καμιά δεκαριά πελάτες. Τα παιδιά στο ιατρείο.Οι υπόλοιποι χωρίς να το γνωρίζουν. Είχε αντίκτυπο στις φιλίες μου, στην κοινωνική μου ζωή, στην ικανότητα σύνδεσης μου, στη διάθεση μου, στην ενέργεια μου, στην ψυχολογία μου, στην νοητική μου διαύγεια, στην αίσθηση αυταξίας μου, στην εμπιστοσύνη μου ότι μπορώ να αποδώσω στη δουλειά μου όπως ήθελα και άξιζε στους ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθεια μου, χωρίς περιορισμούς…
Και όσο αρνιόμουν να αποδεχθώ ότι εγώ, που «έχω κάνει τόσους καλά», δεν μπορώ να βρω τι έχω και πώς να το διορθώσω, ότι τίποτα από όσα έκανα, καμία από όλες τις άλλες κλασικές ή συμπληρωματικές θεραπείες που δοκίμασα εδώ και στο εξωτερικό δεν είχε αποτέλεσμα και όσο όλοι οι ειδήμονες, όλων των ιδιοτήτων μου έλεγαν «σκέψου το σοβαρά να πάρεις σύνταξη, δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι», τόσο βυθιζόμουν στην απόγνωση.
Δεν μπορούσα να βρω Λύση αλλά ούτε ήθελα να ψάξω άλλο, ούτε ήθελα άλλους πειραματισμούς. Όταν πονάς, η αλήθεια είναι ότι θέλεις αποτέλεσμα. Άμεσα. Ένα μαγικό ραβδάκι που να σε χτυπήσει και να σε κάνει όπως ήσουν, πριν από αυτή τη μισή ζωή που ζεις τώρα…
Μέχρι που στο χρόνο επάνω το πήρα απόφαση. Ότι μπορεί όντως να μην τα καταφέρω. Ότι ίσως τελικά χρειαστεί να «μάθω να ζω με αυτό» (η φράση που με εκνεύριζε περισσότερο όταν μου αναφέρανε πελάτες μου ότι τους το είχαν πει στο παρελθόν άλλοι Επαγγελματίες Υγείας). Ότι μπορεί όντως οι 3 τεράστιες δισκοκήλες που μου δημιουργούσαν Στένωση Σπονδυλικού Σωλήνα να με οδηγήσουν κάποια στιγμή σε επέμβαση Σπονδυλοδεσίας (άλλο πράγμα που θα έκανα τα πάντα για να αποφύγει -αν του το είχανε προτείνει- οποιοσδήποτε πελάτης μου στην ηλικία μου). Ότι δεν θα ξαναέχω το Σώμα που ήξερα. Ότι δεν θα ξανακάνω ποτέ γυμναστική με βάρη. Ότι δεν θα ξανατρέξω. Ότι ίσως χρειαστεί να συνταξιοδοτηθώ πριν την ώρα μου. Ότι τελείωσε η Ζωή μου όπως την ήξερα.
Κι εκεί, όταν αποτράβηξα την ενέργεια μου από την πονολογία μου (woundology το έχει πει η μεγάλη Caroline Myss) και αποφάσισα να δω πώς θα συνεχίσω να ζω ΜΑΖΙ με το απρόσκλητο μεν, επίμονο δε Αμόρε και τι θα κάνω πλέον στην καινούρια ζωή μου (γιατί κάπως θα έπρεπε να βιοποριστώ εκτός χειροπρακτικης) άρχισαν να εμφανίζονται αχνές υποψίες φωτός στον ορίζοντα.
«Γεννήθηκα» στο διαδίκτυο. Άρχισα να ξαναδημιουργώ νοητικά περισσότερο, αφού το «όχημα» υστερούσε. Ξανάρχισα να γράφω. Στην αρχή για να εκφραστώ. Μετά για να μοιραστώ. Αργότερα για να διδάξω. Ανακάλυψα ή εκπαιδεύθηκα σε τεχνικές που μου επέτρεπαν να κινούμαι γύρω ή παρά τον πόνο. Ξανάρχισα να γυμνάζομαι. Εξ απαλών ονύχων στην αρχή, σταδιακά πιο έντονα, πλέον παθιασμένα. Ανακάλυψα το θαυμαστό κόσμο των Νευρο-Επιστημών και όλα αυτά τα καινούρια, υπέροχα δεδομένα για το Χρόνιο Πόνο. Τον αποταύτισα από τα ευρήματα στη μαγνητική μου. Τα συμπτώματα μου έκαναν επιτέλους νόημα. Άρχισα να τον κατανοώ. Τον απο-Δαιμονοποίησα. Αποφάσισα να τον μελετήσω. Εις βαθος. Να τον αποσυμβολίσω. Αποταυτίστηκα κι εγώ από αυτόν.
Και ως δια μαγείας άρχισε να μου «κάνει νερά». Να με αφήνει για λίγο. Να χάνεται για κάποια ώρα. Μετά για μέρες. Πάντα επέστρεφε, αλλά λιγότερο παθιασμενος, ίσως λίγο πιο αδιάφορος. Αδιόρατες αλλαγές, αλλά όταν συζείς με κάποιον πάνω από ένα χρόνο και κάνετε τα πάντα μαζί, τις ψυχανεμίζεσαι. Περιττό να πω ότι ήταν η πρώτη φορά που ευχόμουν να με χωρίσει χωρίς να είμαι πια σε απόγνωση. Ήμουν προσηλωμένη στην παρατήρηση του. Είχε γίνει οδηγός μου. Μου έδειχνε τι σκεφτόμουν, πώς αισθανόμουν, αν συμφωνούσα εσωτερικά με ό,τι έκανα ή έλεγα, αν ήταν ευχαριστημένο το σώμα μου, αν το άκουγα επαρκώς, αν ήμουν συνεπής με μένα.
Και όσο πιο πολύ γινόμουν εγώ, όσο έκανα πράγματα που ήταν πιο ουσιώδη, όσο έπαιρνα απόσταση από τοξικούς ανθρώπους και καταστάσεις, όταν άρχισα να εκφράζω την αλήθεια μου και να κερδίζω τη μάχη με το Φόβο, ο κύριος Πόνος άρχισε σιγά σιγά να φθίνει. Ή να μην του δίνω εγώ πια τόση σημασία. Βρέθηκα να μπορώ να κινούμαι περισσότερο. Να μπορώ να ζήσω χωρίς να παίρνω φαρμακευτικό σετάκι καθημερινά. Να πιστέψω ότι μπορεί να ζήσω και χωρίς αυτόν.
Εννοείται ότι πάνω που το πίστευα μου έκανε συχνές αιφνιδιαστικές επισκέψεις. Αλλά τον είχα μάθει, πια. Δεν τον φοβόμουν (τόσο). Μετά από άλλον ένα χρόνο πήγαινε-έλα, η σχέση μας είχε περάσει σε άλλο επίπεδο. Είχε σταματήσει να είναι το «άλλο μου μισό». Είχε σταματήσει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον μου και να ελέγχει τα πάντα στη ζωή μου.
Είχε γίνει Δάσκαλος μεγάλος. Και είναι ακόμα. Δεν έχουμε χωρίσει. Μπορεί και να μη χωρίσουμε ποτέ. (Το νευρικό μας σύστημα είναι φτιαγμένο να μας προστατεύει μέχρι και 20 χρόνια μετά τον αρχικό τραυματισμό κι εμένα έχουν περάσει μόνο 3). Απλώς τώρα, όποτε επανέρχεται, ξέρω ότι απλώς έχουν ξεπεραστεί από εμένα ή από εξωγενείς παράγοντες ή συνθήκες κάποια όρια αντοχής μου. Και έχω βάλει σαν πρώτη μου προτεραιότητα να μην του επιτρέπω να βολεύεται.
Τον σέβομαι αλλά δεν τον φοβάμαι. Κι ας με επισκέπτεται συχνά πυκνά. Έχω βρει τρόπους να συνεχίσω να ζω ΜΕ αυτόν. Και του χρωστάω τεράστια ευγνωμοσύνη. Γιατί σαφώς σταμάτησα να ζω τη Ζωή μου όπως την ήξερα. Αλλά ζω μια Ζωή πιο Αληθινή. Στο Τώρα.